Στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου του Απόστολου Παρπαΐρη «Ο Τουρισμός Χορηγός της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς: Η Προστασία και η Τουριστική της Επανάχρηση», που πραγματοποιήθηκε στις 23.11.2023 κατέθεσα τις παρακάτω απόψεις:
Ο συγγραφέας μας προσφέρει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο τόσο για τους «ειδικούς», αυτούς δηλαδή που ασχολούνται με τον τουριστικό προορισμό και την διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομίας, όσο και για τους πολίτες ως μέσο αφύπνισης και ευαισθητοποίησης για την εικόνα και για την ποιότητα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούνται και δραστηριοποιούνται.
Πρόκειται για μια εμπεριστατωμένη μελέτη που συνδέει την αρχιτεκτονική κληρονομιά με τον τουρισμό μέσα στο περίγραμμα της εποχής μας, θέτοντας όλα τα στοιχεία που τη συνθέτουν όπως το περιβάλλον, τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, την κρίση της covid 19, τους πολιτικούς συσχετισμούς αλλά και τον ψυχισμό της νέας εποχής.
Κατά την άποψή μου ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά αυτού του βιβλίου, είναι ότι o συγγραφέας «μιλάει» με μετρήσιμα στοιχεία τόσο για την δυσανάλογη στο χώρο και στο χρόνο ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος στη χώρα μας όσο για τις αδυναμίες του προγράμματος Ελλάδα 2.0 να κατευθύνει τους νέους οικονομικούς πόρους στις ελλειμματικές υποδομές και στην αποκατάσταση, επανάχρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας μας.
Ο λόγος που επιμένουμε στην επανάχρηση του αξιόλογου κτιριακού αποθέματος είναι απλός και επιτακτικός στην εποχή μας και ξεφεύγει από το αυτονόητο, ότι δηλαδή αποτελεί πολιτιστικό κεφάλαιο που προσελκύει επισκέπτες σύμφωνα με το νέο τουριστικό μοντέλο δημιουργίας εμπειριών και όχι μαζικού τουρισμού.
Η προστασία, αξιοποίηση και επανάχρηση συνάδει με τις επιταγές της εποχής μας για κυκλική οικονομία και πράσινη ανάπτυξη.
Η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ήταν και παραμένει για την Ελλάδα η «αχίλλειος πτέρνα» της, και έρχεται σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά παραδείγματα που ολόκληρες πόλεις αντιμετωπίζουν τα ιστορικά τους κέντρα ως έργα τέχνης και τα προστατεύουν.
Εδώ ακριβώς μπαίνει και η κοινωνική διάσταση αφού τα κτιριακά κελύφη μαζί με το δημόσιο χώρο αποτελούν κοινωνικό αγαθό.
Πριν επανέλθουμε στις σχεδόν ανύπαρκτες πολιτικές προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ας σταθούμε σε μερικά ενδεικτικά προβλήματα του τουρισμού στη χώρα μας:
Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ η χώρα μας παρουσιάζει ικανοποιητικές επιδόσεις στον τουρισμό, λόγω και της φυσικής ομορφιά της, δεν παρουσιάζει τις ίδιες επιδόσεις στον δείκτη ποιότητας της εμπειρίας που έχει να κάνει με τις υπηρεσίες που αφορούν κυρίως τη δράση των ΟΤΑ όπως την καθαριότητα, τις δημόσιες μεταφορές τη σήμανση.
Η πτώση της ποιότητας της εμπειρίας των επισκεπτών οφείλεται εν πολλοίς στη χωροχρονική υπερσυγκέντρωση τουριστών που υπερκαλύπτει τη φέρουσα ικανότητα των προορισμών.
Αυτός ο κορεσμός προκαλεί ανασφάλεια σε σχέση με τις υποδομές αλλά και με τις δομές υγείας και μειώνει αισθητά την απόλαυση του προορισμού.
Ας επανέλθουμε όμως στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και της διατήρησης, τόσο μεμονωμένων κτιρίων, όσο και παραδοσιακών συνόλων.
Η Πολιτεία διαχρονικά έχει φανεί κατώτερη των περιστάσεων αφού όχι μόνο δε δίνει κίνητρα προς αυτή την κατεύθυνση αλλά αντίθετα προωθεί την κατάρρευση από την επανάχρηση.
Αν εξαιρέσουμε αξιόλογες ιδιωτικές πρωτοβουλίες διάσωσης με κατεύθυνση κυρίως τουριστικής εκμετάλλευσης, όπως για παράδειγμα πολλών κτιρίων της Αθήνας με χρήση ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων ή κάποιες λίγες πρωτοβουλίες διάσωσης ευαισθητοποιημένων πολιτών όπως για παράδειγμα το κτίριο «Κωστής Παλαμάς» στην πόλη μας, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες αξιόλογων – χαρακτηρισμένων ή μη διατηρητέων κτηρίων – αντιμετωπίζουν αυτά τα κτίρια, δικαίως, ως ασήκωτο βάρος.
Στις πόλεις μας υπάρχουν κελύφη που αφήνονται στη φθορά του χρόνου και την ερήμωση λόγω οικονομικής αδυναμίας, λόγω χρηματοπιστωτικών δεσμεύσεων των κληρονόμων.
Το υπέρογκο κόστος και η δαιδαλώδης γραφειοκρατία αποτρέπει ακόμα και αυτούς που έχουν την πρόθεση να τα αξιοποιήσουν.
Η πολιτεία δεν επεξεργάστηκε ποτέ ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ενώ ακόμα και αποσπασματικές κινήσεις, επιβεβλημένες από την Ευρώπη, όπως η απλή καταγραφή του κτιριακού αποθέματος βρίσκει τοίχο αφού πολλοί Δήμοι, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Πατρέων, δεν απάντησαν ποτέ στην πρόσκληση του Υπουργείου.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε μία γενικευμένη κατεδάφιση χωρίς αξιολόγηση.
Σε αυτό το σημείο θέλω να καταθέσω την εμπειρία μου ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Αχαΐας:
Τα τελευταία 3 χρόνια το 20% περίπου των Θεμάτων που έχουμε εξετάσει έως σήμερα αφορούν σε κατεδαφίσεις κτιρίων. Δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι οι κατεδαφίσεις μας προκαλούν πονοκέφαλο.
Μια κατεδάφιση δεν είναι ένα μονοσήμαντο γεγονός με την έννοια ότι δεν πρόκειται μόνο για την αξιολόγηση του μεμονωμένου κτιρίου αλλά και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο στέκει.
Για παράδειγμα, μπορεί ένα κτίριο από μόνο του να μην έχει αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία ώστε να προταθεί για χαρακτηρισμό ως διατηρητέο, αλλά φανταστείτε ένα μέτωπο διώροφων κτιρίων όπου ξαφνικά «πετάγεται» μια εξαώροφη πολυκατοικία, διακόπτοντας άγαρμπα μια αρμονική συνέχεια…
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι κατεδαφίσεις δεν αφορούν μόνο σε νεοκλασικά ή σε κτίρια με αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία, αλλά και σε ενδιαφέροντα κτίρια του μεσοπολέμου.
Η δυνατότητα μεγάλης κάλυψης των οικοπέδων αλλά και οι νέες νομοθετικές παρεμβάσεις της πολιτείας για την αύξηση του επιτρεπόμενου ύψους των νέων οικοδομών οδηγεί σε ξαφνικό θάνατο την πλειοψηφία των παλαιών εγκαταλελειμμένων κατοικιών εξαφανίζοντας και τα τελευταία απομεινάρια της ταυτότητας των πόλεων σβήνοντας οριστικά τη μνήμη τους.
Αυτός ο παροξυσμός εκμετάλλευσης της γης φέρνει μαζί της φυσικά και άλλα δεινά αφού επιδεινώνει την ποιότητα ζωής αυξάνοντας τις απαιτήσεις σε δίκτυα που οι ήδη κορεσμένες πόλεις δεν μπορούν να σηκώσουν, μειώνοντας τον ηλιασμό και φωτισμό των υφιστάμενων κτιρίων και συμβάλλοντας στην υπερβάλλουσα ρύπανση.
Και για να μην θεωρούμε ότι είμαστε έρμαια όσων συμβαίνουν στις πόλεις μας για εμάς, χωρίς εμάς, ας δούμε το παράδειγμα του Δήμου Φιλοθέης που έγινε ο πρώτος Δήμος στη χώρα που επιχείρησε και κατάφερε με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να ανακόψει την αύξηση του ύψους των κτιρίων και απαγορεύει τη χρήση του «μπόνους» ύψους και επιπλέον τετραγωνικών, υποστηρίζοντας ότι αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του Δήμου και οδηγεί στην οικιστική επιβάρυνσή της.
Ας επιστρέψουμε όμως στις κατεδαφίσεις για να επισημάνουμε ότι οι κατεδαφίσεις αυξάνονται δραματικά σε κτίρια που πλησιάζουν το όριο των 100 ετών (όριο προστασίας), δηλαδή σε κτίρια που κατασκευάστηκαν από το 1924 και μετά.
Πολλοί ιδιοκτήτες θέλοντας να αποφύγουν τον εφιάλτη της προστασίας γκρεμίζουν άρον άρον τα κτίρια τους.
Έτσι χάνονται θαυμάσια δείγματα όψιμου κλασικισμού, εκλεκτικισμού και πρώιμου μοντερνισμού την ίδια στιγμή που η κληρονομιά του μοντέρνου προστατεύεται σε όλη την Ευρώπη.
Και ενώ διεθνώς η αρχιτεκτονική έχει στραφεί στην αποκατάσταση επιδιόρθωση και επανάχρηση, στη χώρα μας με πρόσχημα την επικινδυνότητα, τίποτα δεν μένει όρθιο.
Θα με ρωτήσετε εδώ και δικαίως τι κάνουν τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής στη Ελλάδα;
Για να δοθεί άδεια κατεδάφισης σε κτίρια που είναι κατασκευασμένα πριν του 1955 προηγείται έλεγχος από τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής όπου ακόμα και ένα μέλος να διαφωνήσει, η άδεια δε χορηγείται και το θέμα παραπέμπεται στο Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής για να ληφθεί η τελική απόφαση.
Κριτήρια επιστημονικά και αντικειμενικά υπάρχουν:
Για παράδειγμα ένα κτίριο του μεσοπολέμου «πνιγμένο» από οκατώροφες πολυκατοικίες αν μάλιστα δεν αποτελεί και σπάνιο δείγμα της εποχής ενδέχεται να μην χρήζει διατήρησης.
Ας μπούμε όμως και στα παπούτσια ενός ιδιοκτήτη που έχει στην κατοχή του ένα κτίριο μεσαίου ενδιαφέροντος, δεν έχει τα οικονομικά μέσα να το διατηρήσει και έχει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα υγείας, γιατί κανένας, ειδικά στη χώρα μας, δεν «ξεφορτώνεται» εύκολα ένα ακίνητο.
Πως στέκεσαι ανθρώπινα, όχι επιστημονικά, απέναντι σε μια τέτοια περίπτωση;
Συχνά οι άνθρωποι που απαρτίζουν τα Συμβούλια βρίσκονται απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις ψυχολογικά φορτισμένες θέλοντας να αναφωνήσουν :
«απελθέτω απ΄ εμού το ποτήριον τούτο»…
Για αυτή την επιδημία κατεδαφίσεων είναι απόλυτα υπεύθυνη η Πολιτεία που με την αδράνεια της έχει αφήσει στην τύχη τους τους ιδιοκτήτες διατηρητέων και αξιόλογων κτιρίων.
Για το λόγο αυτό απαιτούνται παρεμβάσεις και όχι κυβερνητικές εξαγγελίες και ασκήσεις επί χάρτου.
Μεταφορά συντελεστή δόμησης, τράπεζα γης, οικονομικά κίνητρα είναι μερικές λύσεις για τις οποίες οι συζητήσεις έχουν εξαντληθεί και είναι ώρα αποφάσεων που δυστυχώς δεν παίρνονται.
Ας σταθούμε λίγο στην μεταφορά συντελεστή δόμησης που ο ρόλος της ως εργαλείο πολιτικής και οικονομικού κινήτρου έχει ξεχαστεί.
Ο θεσμός της μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης αποτελεί εξαιρετικής σημασίας πολεοδομικό εργαλείο, αφού ουσιαστικά «λύνει τα χέρια» της πολιτείας που αδυνατεί να αποζημιώσει τόσο τους ιδιοκτήτες Διατηρητέων, όσο και ρυμοτομούμενων ακινήτων.
Με αυτό τον τρόπο οι παραπάνω ιδιοκτήτες που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν την περιουσία τους εξαντλώντας τους ισχύοντες όρους δόμησης στην περιοχή που βρίσκεται το ακίνητό τους, αποζημιώνονται μεταφέροντας το υπόλοιπο συντελεστή σε άλλη εγκεκριμένη περιοχή.
Πέρα όμως από τα «ξεχασμένα» εργαλεία ας δούμε πως η πολιτεία συμπεριφέρεται απέναντι στις Συνταγματικές Επιταγές (άρθρο 24, παρ. 6) για την προστασία των μνημείων και των διατηρητέων κτιρίων:
Το περίφημο πρόγραμμα «Διατηρώ» για άλλη μια φορά μετατέθηκε για το 2024 με συρρίκνωση του αρχικού προϋπολογισμού μένοντας εκτός Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας!
Οι μελέτες που είναι προαπαιτούμενες για την ένταξη στο πρόγραμμα και κοστίζουν αρκετά είναι άλλο ένα αγκάθι για τους ιδιοκτήτες.
Η χορηγία, όπως περιγράφεται από τον συγγραφέα, με τη συμβολή της τουριστικής βιομηχανίας που ευτυχώς, έστω και αργά στη χώρα μας, επενδύει στη διάσωση παραδοσιακών συνόλων και μεμονωμένων κτιρίων, είναι μια λύση.
Αυτή όμως η πρωτοβουλία πρέπει να ενισχυθεί από την θεσμοθέτηση κατάλληλου πλαισίου με ταχείες διαδικασίες.
Άλλωστε σε σχέση με την «ανάπτυξη», την οποία επαναλαμβάνουμε σαν καραμέλα και της οποίας όλοι είμαστε υπέρμαχοι στα λόγια, η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι ο ιδιωτικός τομέας δύσκολα δραστηριοποιείται σε υποβαθμισμένες περιοχές, εάν δεν προηγηθεί η ενεργοποίηση του δημοσίου…
Γιατί όμως όλα τα παραπάνω είναι σημαντικά και πως θα συνεισφέρουν στον Τουρισμό;
Στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον, κάθε τουριστικός προορισμός που θέλει να γίνει ελκυστικός καταφεύγει σε εργαλεία από το χώρο του marketing.
Ο θεμέλιος λίθος για να «χτίσουμε» τη στρατηγική μας είναι η διαμόρφωση αναγνωρίσιμης ταυτότητας δηλαδή το branding. Για να γίνω πιο σαφής, στη Βαρκελώνη πάμε για να δούμε Gaudi.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η αστική αρχιτεκτονική συμβάλλει ακριβώς στην ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μιας πόλης και στη διαμόρφωση του «city branding», μια διαδικασία που συντελεί ουσιαστικά στη βελτίωση της εικόνας της πόλης αλλά και στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Συνεπώς πριν αναλωθούμε σκορπώντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στην δημιουργία πλατφορμών «διαφήμισης» της περιοχής μας, ας δούμε πρώτα ποιο προϊόν έχουμε και κατά πόσο το έχουμε φροντίσει για να το διαφημίσουμε.
Γιατί η εικόνα και η δημιουργία αναγνωρίσιμης ταυτότητας είναι αυτή που διαφοροποιεί τους τουριστικούς προορισμούς μεταξύ τους και μπορεί να γίνει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Ας σκεφτούμε την εικόνα της πόλης μας, την αίσθηση που προκαλεί στους κατοίκους της και στους επισκέπτες και ας προβληματιστούμε.