Η κατεδάφιση ενός κτιρίου με τα χαρακτηριστικά του παλαιού Τελωνείου, γνωστού και ως κτίριο Οργανισμού Λιμένος Πατρών (ΟΛΠΑ) ή Λιμεναρχείο, δεν μπορεί να είναι μια απόφαση «αβασάνιστη». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα και να λάβουμε υπόψη πολλούς παράγοντες. Ο προβληματισμός, που αναλύεται παρακάτω έχει να κάνει με αρκετές συνιστώσες του ιδίου προβλήματος: με το θεσμικό καθεστώς, με την αρχιτεκτονική αξία του κτιρίου σε σχέση την σημερινή του κατάσταση, με τα θέματα που προέκυψαν με το σεισμό του 2008, και τέλος με την κοινή γνώμη όπως διαμορφώνεται σήμερα.
Τι προβλέπεται από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο;
Το ΓΠΣ Πατρών (ΦΕΚ 358/ΑΑΠ/30-12-2011, άρθρο 10 κεφ. Α16 περί παραλιακού μετώπου σελ. 3492) προβλέπει, την «απελευθέρωση της προβλήτας της οδού Γούναρη από το Κτίριο Διοίκησης του ΟΛΠΑ» με «κατεδάφιση του κτιρίου που έχει σοβαρά πληγεί από τον σεισμό του 2008». Η επισκευή του μπορεί να έχει κόστος δυσανάλογο του οφέλους και το περιβαλλοντικό κέρδος για την πόλη από την κατεδάφιση του ογκώδους κελύφους, που βρίσκεται στο όριο της ακτογραμμής και εντός μιας ζώνης ειδικών χρήσεων αναψυχής και τουρισμού, είναι σημαντικό. Το ΓΠΣ είναι νόμος οπότε ή τον σεβόμαστε ή τον αλλάζουμε. Γιατί όμως το δίλημμα αυτό δεν μπήκε στο χρόνο που έπρεπε δηλαδή πριν από το 2011;
Επιπλέον η σαφής καταγραφή του λαϊκού συναισθήματος διαχρονικά, οι ομόφωνες αποφάσεις του Δημοτικού συμβουλίου, για απόδοση του θαλασσίου μετώπου, ποτέ δεν αναφέρθηκαν στην διατήρηση του κτιρίου.
Αρχικός σχεδιασμός και υφιστάμενη κατάσταση
Αρχικά θα πρέπει να διερευνηθεί βάσει των αρχείων που διατηρούνται εάν κατά τη διάρκεια της κατασκευής εφαρμόσθηκαν όλες οι σχεδιαστικές αρχές που είχαν τεθεί από το μελετητή. Θυμίζω, σε αυτό το σημείο, ότι για αρκετό διάστημα, εκτός από τις αρχές του Τελωνείου, είχαν τη χρήση των χώρων και υπηρεσίες του Γενικού Κρατικού Εργαστηρίου Χημείας της Ελλάδας, καθώς επίσης και γραφεία της Εφορίας, με αποτέλεσμα οι παρεμβάσεις για τη λειτουργικότητα των χώρων και η ροή των διαφόρων χρήσεων να έχουν αλλοιώσει σημαντικά τον αρχικό σχεδιασμό. Αν λοιπόν αποφασιστεί η διατήρηση του κτιρίου λόγω αρχιτεκτονικής αξίας, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι αφενός θα πρέπει να επανέλθει στην αρχική του μορφή και αφετέρου όλες οι παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνουν με γνώμονα τις αρχικές αρχές σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων και των υλικών.
Είναι όμως εφικτό να διατηρήσει ένα κτίριο την αρχική του μορφή όταν σήμερα παρουσιάζει αρνητικό ενεργειακό αποτύπωμα; Η ενδεχόμενη επανάχρηση με όλες τις παρεμβάσεις που απαιτεί αλλά και η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου είναι κατανοητό ότι θα μας απομακρύνουν ακόμα περισσότερο από την αρχική μορφή. Εξάλλου υπάρχει ένα τεράστιο κτιριακό απόθεμα επί της Όθωνος Αμαλίας που μπορεί και θα πρέπει να αξιοποιηθεί. Η Πάτρα δεν πάσχει από κτίρια αλλά από ελευθέρους χώρους.
Είναι όμως εφικτό να διατηρήσει ένα κτίριο την αρχική του μορφή όταν σήμερα παρουσιάζει αρνητικό ενεργειακό αποτύπωμα;
Αποκαλύψεις με αφορμή το σεισμό του 2008
Μετά τον μεγάλο σεισμό της Πάτρας τον Ιούνιο του 2008, και στις αυτοψίες που πραγματοποιήθηκαν από ειδικούς εκτός από τις σημαντικές βλάβες που προκλήθηκαν στο κτίριο από το σεισμό οι οποίες σημειωτέων εντοπίστηκαν σε κρίσιμες θέσεις για την φέρουσα ικανότητά του (διατμητικές διαμπερείς ρωγμές σε τοιχώματα ,ρωγμές σε κόμβους κλπ.), και από ενδελεχή έλεγχο που διενεργήθηκε στο κτίριο εντοπίστηκαν και άλλες χρόνιες παραμορφώσεις, φθορές και βλάβες οι οποίες διευρύνθηκαν από το σεισμό.
Παρατηρήθηκαν βλάβες οι οποίες είναι ενεργές και εξελίσσονται και διευρύνονται με το χρόνο, οι οποίες είναι διάσπαρτες σε μεγάλο εύρος της επιφάνειάς του. Τέτοιες σημαντικές βλάβες είναι η ενανθράκωση του σκυροδέματος και η διάβρωση των οπλισμών που επιβαρύνονται από το συγκεκριμένο παραθαλάσσιο περιβάλλον που είναι έντονα διαβρωτικό. Δεδομένου ότι το σκυρόδεμα δεν είναι επιχρισμένο (εμφανές σκυρόδεμα), η έκθεση σε αυτό το περιβάλλον επιβάλλει συνεχείς ελέγχους και επεμβάσεις συντήρησης.
Επίσης παρατηρήθηκαν στα σημεία επαφής των ανεξάρτητων σεισμικά τμημάτων του κτιριακού συγκροτήματος, διεύρυνση των αντισεισμικών αρμών και διαφορικές παραμορφώσεις μεταξύ των εν επαφή τμημάτων γεγονός που έχει προέλθει και από κατακόρυφη απόκλιση (μικρές καθιζήσεις οι οποίες ενδέχεται να εξελίσσονται με το χρόνο).
Για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων των βλαβών απαιτούνται ειδικά επισκευαστικά κονιάματα και αναστολείς διάβρωσης με τεράστιο κόστος. Αν λάβουμε υπόψη και τις προκληθείσες βλάβες από το σεισμό, η ενίσχυση και η αποκατάσταση του κτιρίου σε συνδυασμό με τη σπουδαιότητά του (χώροι δημόσιων συναθροίσεων) επιβαρύνει σημαντικά τον απαιτούμενο προϋπολογισμό συνολικής αποκατάστασης. Για το λόγο αυτό προτάθηκε για πρώτη φορά τότε η κατεδάφισή του όπως προκύπτει από την αλληλογραφία των εμπλεκόμενων φορέων.
Τι λέει η κοινωνία;
Η κοινή γνώμη υποδέχτηκε το κτίριο αυτό με επιφύλαξη. Το γεγονός κατά την άποψή μου δεν σχετίζεται με την εποχή που κατασκευάστηκε (τα επίσημα εγκαίνια των Λιμενικών Εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένου και του Τελωνείου, έγιναν στις 09-04-1971 από την Ελληνική Στρατιωτική Χούντα), αλλά με το γεγονός ότι ένα κτίριο τόσο μεγάλου όγκου εμπόδιζε την θέα στη θάλασσα. Διευκρινίζεται ότι πρόκειται για ένα πενταόροφο κτίριο με κάλυψη της τάξης των 2000 τμ επί του προβλήτα. Ο όγκος του επηρεάζει τόσο την οπτική της πόλης προς τη θάλασσα όσο και την όψη της από τα πλοία που εισέρχονται στον παλαιό λιμένα, όπου βρίσκεται.
Κάποια στιγμή είχε τεθεί και το ζήτημα μείωσης των ορόφων του κτιρίου ώστε να υπάρχει μια αρμονική ένταξη στο περιβάλλον, που γειτνιάζει άμεσα με «ανασκαμμένα κατάλοιπα της αρχαίας λιμενικής εγκατάστασης που έχουν καταχωθεί σε τριγωνική πλατεία» (βλ. ΓΠΣ ο.π., σελ. 3477) επί της οδού Όθωνος Αμαλίας και Μπουμπουλίνας. Εύλογα επικράτησε ο φόβος ότι με δεδομένη την ύπαρξη ενός κτιρίου τέτοιου όγκου στη λιμενική ζώνη «θα άνοιγε η όρεξη» σε κάποιους αιρετούς να παγιώσουν μια κατάσταση εκτεταμένης οικοδομικής δραστηριότητας στο παραλιακό μέτωπο που βρίσκει σίγουρα αντίθετη την κοινή γνώμη.
Ένα μεγάλος μέρος της κοινωνίας σήμερα τάσσεται υπέρ της κατεδάφισης του κτιρίου. Σε αυτό έχει συμβάλλει και το γεγονός ότι η μακροχρόνια εγκατάλειψη έχει οδηγήσει σε μια εικόνα κάθε άλλο παρά ελκυστική. Επιπλέον η κατάληψή του από ομάδες ανθρώπων που βρίσκουν εκεί καταφύγιο, με την παραμονή εντός του κτιρίου να ελλοχεύει σημαντικούς κίνδυνους, ενισχύει την επικρατούσα άποψη ότι «πρέπει να φύγει» οριστικά.
Ένας ακόμα καθοριστικός παράγοντας είναι ότι, μετά το σεισμό του 2008, έχει αποκρυσταλλωθεί η συλλογική πεποίθηση πως το κτίριο αυτό δεν είναι ασφαλές, γεγονός που ψυχολογικά ενισχύει την άποψη υπέρ της απομάκρυνσης του «άδειου κουφαριού», όπως πολλοί δημόσια υποστηρίζουν.
Πιστεύω ότι οι ενστάσεις της τοπικής κοινωνίας ως προς το συγκεκριμένο κτίριο δεν επηρεάζονται τόσο από την μορφή και τη αξιόλογη μοντέρνα αρχιτεκτονική του, η οποία άλλωστε παρουσιάζει και αναλογίες με το υφιστάμενο κτίριο γραφείων της ΔΕΗ που βρίσκεται μερικά μέτρα νοτιοδυτικά στον παραλιακό άξονα πάνω στην Ακτή Δυμαίων, όσο από τη χωροθέτησή του εντός της λιμενικής ζώνης. Ενδιαφέρον κτίριο σε λάθος σημείο….
Τι πρέπει να γίνει;
Η λύση δεν είναι τόσο δύσκολη όσο αρχικά φαίνεται. Για το λόγο αυτό έγινε η παραπάνω εκτενής ανάλυση. Θα πρέπει ουσιαστικά να απαντηθούν δύο ερωτήματα:
Το πρώτο αφορά το οικονομικό κόστος. Αυτό περιλαμβάνει αρχικά το κόστος των ειδικών κατασκευαστικών παρεμβάσεων που απαιτούνται για την επαναφορά του κτιρίου σε κατάσταση ασφαλούς λειτουργίας ενώ στη συνέχεια θα πρέπει να προϋπολογισθεί και το κόστος συντήρησης λόγω των περιβαλλοντικών παραγόντων. Όλα αυτά βέβαια σε συνδυασμό με την επιθυμητή χρήση που θα επιλεγεί για το εν λόγω το κτίριο. Με απλά λόγια μια ανάλυση κόστους- οφέλους.
Το δεύτερο ερώτημα είναι λιγότερο τεχνοκρατικό αλλά πολύ πιο ουσιαστικό και αφορά το «προϊόν ανταλλαγής». Δηλαδή, αν κατεδαφιστεί τι θα έχουμε σε αυτή τη θέση; Εδώ ακριβώς ανοίγει ένα μεγάλο θέμα που αντιμετωπίζεται συχνά στο Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής όταν εξετάζονται κατεδαφίσεις αξιόλογων κτιρίων (δεν αναφέρομαι στα χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα) ή κτιρίων που εντάσσονται σε ένα αξιόλογα δομημένο περιβάλλον. Η άποψή μου είναι ότι για κάθε κατεδάφιση τέτοιου είδους (εκτός φυσικά των επικινδύνως ετοιμόρροπων) θα πρέπει να κατατίθεται και η νέα πρόταση προκειμένου να εξετάζονται σε αντιπαραβολή. Και αυτό θα πρέπει να θεσμοθετηθεί, γιατί όταν δεν συντρέχουν λόγοι ασφάλειας, ένα κτίριο κατεδαφίζεται προκειμένου να ανεγερθεί κάτι άλλο, το οποίο λειτουργικά, μορφολογικά, ογκοπλαστικά, αισθητικά θα πρέπει να εντάσσεται αρμονικά στο οικιστικό περιβάλλον, στην ογκοπλασία και μορφολογία της περιοχής. Στην προκειμένη περίπτωση που βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός οι επιλογές φαντάζομαι θα είναι ακόμα περισσότερες.
Πιστεύω λοιπόν, ότι ο συνδυασμός αυτών των δύο ερωτημάτων θα μας δώσει μονοσήμαντη λύση.
Εν κατακλείδι, είμαι πεπεισμένη ότι το κτίριο πρέπει να «φύγει» όχι μόνο γιατί η κοινωνία έχει αισθητήριο και κριτήριο, αλλά και γιατί η πιθανή επανάχρηση του θα αστικοποιήσει πολεοδομικά και χρηστικά μεγάλο τμήμα του προβλεπόμενου θαλάσσιου πάρκου (μεγάλη κίνηση οχημάτων κλπ.). Η πόλη έχει ανάγκη να αναπνεύσει και οι προβλεπόμενες επιθυμητές ανθρώπινες δραστηριότητες, είναι αντίθετες με την παρουσία του κτιρίου.
Είναι φυσικό ως αρχιτέκτονας και ως πολίτης να τασσόμαι υπέρ της διατήρησης της μνήμης, της ενσωμάτωσης όλων των αξιόλογων κτιρίων της μοντέρνας και μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής στην σύγχρονη πόλη, της διάσωσης του αξιόλογου δομημένου περιβάλλοντος που προέκυψε κατά τις δεκαετίες 1960-1970 κυρίως στην αρχιτεκτονική των δημοσίων κτιρίων. Όμως δεν μπορούμε να βλέπουμε ένα κτίριο μεμονωμένα αλλά μέσα από τη συνολική του ποιότητα συνεκτιμώντας τη σχέση του με το περιβάλλον, τη φύση της αστικής του ενσωμάτωσης αλλά και εξετάζοντας τις μελλοντικές μεταμορφώσεις.
Τέλος πρέπει να μετρηθεί το κατά πόσον ένα κτίριο έχει τη δυνατότητα να βρει (ή να ενοποιήσει) κατάλληλες μεθόδους ολοκλήρωσης στο περιβάλλον του. Με απλά λόγια, σε ένα καθιερωμένο αστικό περιβάλλον, συμμετέχει ή αντίθετα το καταστρέφει; Με αυτά τα κριτήρια πρακτικές απομάκρυνσης κτιρίων έχουν πραγματοποιηθεί στο Παρίσι και σε άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου έχει κριθεί απαραίτητο.
Η αρχιτεκτονική είναι μια επιστήμη κοινωνική και οφείλει να ακούει την κοινωνία και να την πείθει με επιχειρήματα, να την κάνει να «δει» αυτά που δεν έχουν ακόμα συμβεί.
Ολυμπία Λόη
Αρχιτέκτονας – μηχανικός, αναπληρώτρια Γραμματέας Τουρισμού του Κινήματος Αλλαγής.